- μέσωρος
- μέσωρος, ον,A between the ages, adolescent, Hsch.; also of things, suited to boys and men, Id.;
ὅπλα Poll.7.158
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅπλα Poll.7.158
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέσωρος — μέσωρος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ τής παιδικής και τής ανδρικής ηλικίας, νεανίας, έφηβος 2. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση ηλικία («μέσωρα ὅπλα τὰ καὶ τοῑς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», Πολυδ.).… … Dictionary of Greek
μέσωρον — μέσωρος between the ages masc/fem acc sg μέσωρος between the ages neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσωρα — μέσωρος between the ages neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)